- πεττευτικός
- πεσσευτικόςskilled in draught-playingmasc nom sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεττευτικός — ή, όν, Α βλ. πεσσευτικός … Dictionary of Greek
πεσσευτικός — και πεττευτικός, ή, όν, Α [πεσσεύω] 1. ο σχετικός με το παιχνίδι τών πεσσών 2. καλός παίκτης τών πεσσών 3. (το θηλ. εν. και το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) ἡ πεττευτική, τὸ πεττευτικόν, τὰ πεττευτικά το παιχνίδι τών πεσσών … Dictionary of Greek